- ωκυτοκία
- ἡ, Α [ὠκυτόκος]γρήγορη διεκπεραίωση τού τοκετού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠκυτόκια — ὠκυτόκιος promoting a quick birth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυτοκίας — ὠκυτοκίᾱς , ὠκυτοκία speedy delivery fem acc pl ὠκυτοκίᾱς , ὠκυτοκία speedy delivery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυτοκίαν — ὠκυτοκίᾱν , ὠκυτοκία speedy delivery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυτόκι' — ὠκυτόκια , ὠκυτόκιος promoting a quick birth neut nom/voc/acc pl ὠκυτόκιε , ὠκυτόκιος promoting a quick birth masc/fem voc sg ὠκυτόκιαι , ὠκυτοκία speedy delivery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκυτόκιος — ο / ὠκυτόκιος, ον, ΝΑ [ὠκυτόκος] (λόγιος τ.) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωκυτόκια (λαογρ.) τρόποι που, σύμφωνα με παλαιές αντιλήψεις, διευκολύνουν τον τοκετό και αποτρέπουν τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν … Dictionary of Greek